- διπύρηνον
- διπύρηνοςwith two knobsmasc/fem acc sgδιπύρηνοςwith two knobsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διπύρηνος — η, ο (Α διπύρηνος, ον) (για καρπούς) αυτός που έχει δύο πυρήνες, κουκούτσια αρχ. το ουδ. ως ουσ. το διπύρηνον χειρουργικό εργαλείο, καθετήρας … Dictionary of Greek